σπασμώδη

σπασμώδη
σπασμώδης
convulsive
neut nom/voc/acc pl (attic epic doric)
σπασμώδης
convulsive
masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic)
σπασμώδης
convulsive
masc/fem acc sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • σπασμώδης — ες / σπασμώδης, ῶδες, ΝΜΑ [σπασμός] 1. αυτός που συνοδεύεται από σπασμούς (α. «σπασμώδης βήχας» β. «σπασμώδη ἀλγήματα») 2. αυτός που εμφανίζει σπασμό, σπασμωδικός («σπασμώδης κίνηση») αρχ. 1. το αρσ. και θηλ. ως ουσ. ὁ, ἡ σπασμώδης αυτός που… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”